θοιναμα

θοιναμα
    θοίναμα
    θοίνᾱμα
    -ατος τό пир, пиршество, угощение Eur.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θοιναμα" в других словарях:

  • θοίναμα — θοίναμα, τὸ (Α) [θοινώ] φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • θοίναμα — θοίνᾱμα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοίνημα — θοίνημα, τὸ (Α) φαγητό, συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοίναμα*] …   Dictionary of Greek

  • θοιναμάτων — θοινᾱμάτων , θοίναμα meal neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοινάματα — θοινά̱ματα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»